κούπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κούπα | οι | κούπες |
| γενική | της | κούπας | — | |
| αιτιατική | την | κούπα | τις | κούπες |
| κλητική | κούπα | κούπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κούπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοῦπα < ελληνιστική κοινή κοῦπα < λατινική cupa [1]
.jpg.webp)
Μια τυπική κούπα.

Kυλινδρική κούπα, με το σήμα της Βικιπαίδειας.

Ο άσος κούπα.

Σερβιρισμένες κούπες (κυπριακό έδεσμα).
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈku.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐πα
Ουσιαστικό
κούπα θηλυκό
- κύπελλο ή πολύ μεγάλο φλιτζάνι με ή χωρίς λαβή
- → δείτε και τη λέξη φλιτζάνι
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα υγρού που χωράει σε μια κούπα
- ↪ Κάθε μέρα, πίνω τρεις κούπες καφέ.
- (χαρτοπαίγνιο) οικογένεια χαρτιών της τράπουλας που φέρουν ως σήμα μια κόκκινη καρδιά
- (προφορικό, αθλητισμός) το κύπελλο που κερδίζει μια ομάδα σε αθλητική διοργάνωση
- (ιδιωματικά)
Εκφράσεις
- γινόμαστε από κούπες (τσακωνόμαστε άσχημα)
- τα κάναμε από κούπες (φερθήκαμε αδέξια και αποτύχαμε σε μια προσπάθεια)
Σύνθετα
- αβγόκουπα
- ασημόκουπα
- καρυδόκουπα
- κρασόκουπα
- λεμονόκουπα
- μονοκούπι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κούπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 155.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.