σκοτς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκοτς <
  1. μεταγραφή της αγγλικής Scots. Θηλυκό αν εννοείται η λέξη γλώσσα, ή ουδέτερο πληθυντικό
  2. μεταγραφή της αγγλικής Scotch

Ουσιαστικό

σκοτς θηλυκό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  1. (γλώσσα) σκοτική ποικιλία της αγγλικής γλώσσας που μιλιέται σε ορισμένες περιοχές της Σκοτίας. Ανήκει στο γερμανικό κλάδο γλωσσών και δεν έχει σχέση με τη σκοτική γαελική γλώσσα κελτικής καταγωγής
  2. το σκωτσέζικο ουίσκυ

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • κωδικός ISO: sco

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.