καρδία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καρδία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρδία
Εκφράσεις
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
καρδ-
καρδ-
- καρδιο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδιο- στο Βικιλεξικό
- -κάρδιος Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -κάρδιος στο Βικιλεξικό
αναλυτικά
- ἀγαθοκάρδιος
- ἀγκαρδιακός
- ἀγκυλοκάρδιος
- ἀγριοκάρδιος
- ἀγριόκαρδος
- αἱματοκαρδιοπότης
- ἄκαρδα
- ἀκαρδία
- ἀκάρδιος
- ἀκαρδίως
- ἀνακάρδιον
- ἀνακάρδιος
- ἀνδροκάρδιος
- βαρυκαρδέω
- βαρόκαρδος
- βαρυκαρδιάζω
- βαρυκαρδίζω
- βαρύκαρδος
- βοκάρδιον
- γενναιοκάρδιος
- γκαρδιακά
- γκαρδιακός
- 'γκαρδιώνω
- γυναικοκάρδιος
- δακνοκάρδιος
- δακνοκαρδίως
- δειλοκάρδιος
- δειλοκαρδίως
- διακάρδιος
- δικάρδιν
- ἐγκαρδιακά
- ἐγκαρδιακός
- ἐγκάρδιος
- ἐγκαρδιοσυκωτοπλέμονα
- ἐγκαρδιόω
- ἐγκαρδιώνω
- ἐγκαρδίως
- ἐκκαρδιόω
- ἐλαφροκάρδιος
- ἐλευθεροκάρδιος
- ἐντεροκάρδια
- ἐντεροκαρδιοσυκωτοφλέγμονα
- ἐξώκαρδα
- ἐπικάρδιος
- ἐρωτικοκάρδιος
- ἐσωκάρδιον
- ἑτοιμοκάρδιος
- ζωοθυτοκαρδιηπατοσκόπος
- θαρσυκάρδιος
- θελξικάρδιος
- θερμοκάρδιος
- θηλυκάρδιος
- θλιβεροκάρδιος
- Ἰλεωκαρδία
- κακοκαρδίζω
- καθαροκάρδιος
- κακοκαρδισιά
- κακοκάρδιος
- κακόκαρδος
- κακοκαρδῶ
- καλοκαρδία
- καλοκαρδίζω
- καλοκαρδιστής
- καλόκαρδος
- καρδαμήτις
- καρδιάβολος
- καρδιαγμός
- καρδιάζομαι
- καρδιακά
- καρδιακός
- καρδιακῶς
- καρδιαλγέω
- καρδίδιον
- καρδιοανασπάστης
- καρδιοαναστέναγμα
- καρδιοβρασία
- καρδιογνώστης
- καρδιογνωστικός
- καρδιοδαγκάνω
- καρδιοδιχοτομοῦμαι
- καρδιοειδής
- καρδιόθεν
- καρδιοκαίω
- καρδιοκλόνισμα
- καρδιοκόκαλο(ν)
- καρδιοκολάπτης
- καρδιοκοπετός
- καρδιοκοποῦμαι
- καρδιοκράτωρ
- καρδιοκρισία
- καρδιόμαλις
- καρδιομαραίνω
- καρδιοπονόβρασμα
- καρδιοπονόθλιβος
- καρδιόπονος
- καρδιοπονῶ, καρδιοπονέω
- καρδιορρήγνυμαι
- καρδιορίζωμα
- καρδιοσπάραγμα
- καρδιοσπάρακτος
- καρδιόσπαστος
- καρδιοστάλακτος
- καρδιόστερρος
- καρδιοστρόφος
- καρδιοσύσταση
- καρδιοσφάγισμα
- καρδιοσφάζομαι
- καρδιότμητος
- καρδιοτμήτως
- καρδιουλκέω
- καρδιοῦχος
- καρδιοφάγος
- καρδιοφαγέω
- καρδιοφλογίζω
- καρδιοφλόγισις
- καρδιοφλογισμός
- καρδιοφλογιστής
- καρδιοφλόγιστος
- καρδιόφορος
- καρδιόφωνον
- καρδιοψύχωσις
- καρδίτσα
- καρδιώνω
- καρδίωξις
- καρδούλα
- καρτεροκάρδιος
- κατακάρδια
- κτυποκάρδιος
- λαγωκάρδιος
- λεοντοκάρδιος
- 'Λεωκαρδία
- λιθοκαρδία
- λιθοκάρδιος
- λυκοκάρδιος
- μαλακοκάρδιος
- μεγαλοκάρδιος
- μεγαλοκαρδίως
- μεσοκάρδιον
- μικροκάρδιος
- μονοκάρδιος
- 'ξώκαρδα
- ὀλιγοκάρδιος
- ὁλοεγκαρδίως
- ὁλοκάρδιος
- ὁλόκαρδος
- ὁμοκάρδιος
- ὀνοκάρδιος
- παχυκάρδιος
- περικάρδιον
- πετροκάρδιος
- πικροκάρδιος
- πικροκαρδιοστάλακτος
- πολυκάρδιος
- πονηροκάρδιος
Πηγές
- καρδία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καρδίᾱ | αἱ | καρδίαι |
| γενική | τῆς | καρδίᾱς | τῶν | καρδιῶν |
| δοτική | τῇ | καρδίᾳ | ταῖς | καρδίαις |
| αιτιατική | τὴν | καρδίᾱν | τὰς | καρδίᾱς |
| κλητική ὦ! | καρδίᾱ | καρδίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρδίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καρδίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Εκφράσεις
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
καρδ-
καρδ-
- καρδιο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδιο- στο Βικιλεξικό
- -κάρδιος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κάρδιος στο Βικιλεξικό
αναλυτικά
- ἀγριόκαρδον
- ἀκάρδιος
- ἀντικάρδιον
- ἀποκαρδιουργέω
- ἀψικάρδιος
- βαθυκάρδιος
- βαρυκάρδιος
- βαρυμωροκάρδιος
- βουκαρδία
- διακάρδιος
- ἐγκαρδιαῖος
- ἐγκάρδιος
- ἐκκαρδιόω
- ἐπικαρδιόω
- ἐρυθροκάρδιος
- εὐκάρδιος
- ἰσχυροκάρδιος
- καρδιακός
- καρδιαλγέω
- καρδιαλγής
- καρδιαλγία
- καρδιαλγικός
- καρδιᾶτις
- καρδιόω
- καρδίη
- καρδιηβολέω
- καρδικός
- καρδιοβολέομαι
- καρδιοβόλος
- καρδιόδαιτος
- καρδιόδηκτος
- καρδιοειδής
- καρδιοφύλαξ
- καρδιογνώστης
- κάρδιον
- καρδιόπληκτος
- καρδιότης
- καρδιότρωτος
- καρδιουλκέω
- καρδιουλκία
- καρδιουργέω
- καρδιόω
- καρδιωγμός
- καρδιώσσω
- κατακάρδιος
- κῆρ
- κλονοκάρδιος
- λιθοκάρδιος
- μελανοκάρδιος
- νωθροκάρδιος
- ὀξυκάρδιος
- ὀνοκάρδιον
- παχυκάρδιος
- περικάρδιος
- πονηροκάρδιος
- προκάρδιον
- προσκάρδιος
- θρασυκάρδιος
- σκληροκαρδία
- σκληροκάρδιος
- στερεοκάρδιος
- στρεβλοκάρδιος
- ταλακάρδιος
- ταραξικάρδιος
- ταχυκάρδιος
- τλησικάρδιος
- ὑποκάρδιος
- ὑψηλοκάρδιος
- χαλκεοκάρδιος
Πηγές
- καρδία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρδία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.