αίσθημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αίσθημα τα αισθήματα
      γενική του αισθήματος των αισθημάτων
    αιτιατική το αίσθημα τα αισθήματα
     κλητική αίσθημα αισθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αίσθημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴσθημα < αἰσθάνομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.sθi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αίσθημα

Ουσιαστικό

αίσθημα ουδέτερο

  1. (ψυχολογία)
    1. η εντύπωση που έχουμε από τα εξωτερικά ερεθίσματα όπως τα λαμβάνουμε από τις αισθήσεις μας
      το αίσθημα του ψύχους
    2. το αποτέλεσμα της επενέργειας εσωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό
      το αίσθημα της πείνας, της δίψας, της κόπωσης
  2. η αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας
    ξεκινάμε την προσπάθεια με υψηλό αίσθημα ευθύνης
    σε όλη του τη ζωή βασανιζόταν από αίσθημα κατωτερότητας
  3. σύνολο αντιλήψεων και συναισθημάτων που καθορίζουν τη στάση ενός ατόμου ή ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού
    άνθρωπος με αισθήματα, το αίσθημα του δικαίου
    το κοινό αίσθημα, το θρησκευτικό αίσθημα του λαού
  4. συναίσθημα
    έχω ένα δυσάρεστο αίσθημα, αλλά δεν ξέρω γιατί
    αντιμετωπίζει την κατάσταση με ανάμεικτα αισθήματα
    1. ιδιαίτερα το ερωτικό συναίσθημα
      τους συνδέει ένα βαθύ αίσθημα
    2. (λαϊκότροπο) το πρόσωπο με το οποίο συνδέομαι ερωτικά
      Πώς τα πας με το αίσθημα;

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αισθάνομαι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.