κιρκασιανά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κιρκασιανά
      γενική των κιρκασιανών
    αιτιατική τα κιρκασιανά
     κλητική κιρκασιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιρκασιανά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κιρκασιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • Κατηγορία:Ανατολική κιρκασιανή γλώσσα κωδικός γλώσσας: kbd
  • Κατηγορία:Δυτική κιρκασιανή γλώσσα (γλώσσα Adyghe) κωδικός γλώσσας: ady

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.