αντλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντλία οι αντλίες
      γενική της αντλίας των αντλιών
    αιτιατική την αντλία τις αντλίες
     κλητική αντλία αντλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντλία, παράλληλος τύπος του άντλος (ύφαλα πλοίου, αμπάρι) [1] με σφαλερό συσχετισμό με το αντλώ [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /andˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντλία

Ουσιαστικό

αντλία θηλυκό

  • (εξάρτημα) η συσκευή ή όργανο που αντλεί ένα υγρό ή αέριο ή/και το κατευθύνει στην επιθυμητή οδό
    Η αντλία κρεμοσάπουνου είναι αξεσουάρ λουτρού από το οποίο βγάζουμε υγροσάπουνο για να πλύνουμε τα χέρια μας στο νιπτήρα.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. αντλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.