ξεκαρδίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεκαρδίζομαι < ξε- καρδ(ιά) + -ίζομαι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.kaɾˈði.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεκαρδίζομαι

Ρήμα

ξεκαρδίζομαι (αποθετικό ρήμα) , πρτ.: ξεκαρδιζόμουν, στ.μέλλ.: θα ξεκαρδιστώ, αόρ.: ξεκαρδίστηκα, μτχ.π.π.: ξεκαρδισμένος

  • γελάω υπερβολικά, λύνομαι στα γέλια

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.