εγκαρδίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκαρδίωση | οι | εγκαρδιώσεις |
| γενική | της | εγκαρδίωσης* | των | εγκαρδιώσεων |
| αιτιατική | την | εγκαρδίωση | τις | εγκαρδιώσεις |
| κλητική | εγκαρδίωση | εγκαρδιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαρδιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκαρδίωση < εγκαρδιώνω + -ση
Μεταφράσεις
εγκαρδίωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.