μεγαλόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεγαλόκαρδος | η | μεγαλόκαρδη | το | μεγαλόκαρδο |
| γενική | του | μεγαλόκαρδου | της | μεγαλόκαρδης | του | μεγαλόκαρδου |
| αιτιατική | τον | μεγαλόκαρδο | τη | μεγαλόκαρδη | το | μεγαλόκαρδο |
| κλητική | μεγαλόκαρδε | μεγαλόκαρδη | μεγαλόκαρδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεγαλόκαρδοι | οι | μεγαλόκαρδες | τα | μεγαλόκαρδα |
| γενική | των | μεγαλόκαρδων | των | μεγαλόκαρδων | των | μεγαλόκαρδων |
| αιτιατική | τους | μεγαλόκαρδους | τις | μεγαλόκαρδες | τα | μεγαλόκαρδα |
| κλητική | μεγαλόκαρδοι | μεγαλόκαρδες | μεγαλόκαρδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεγαλόκαρδος < μεσαιωνική ελληνική μεγαλοκάρδιος < μεγάλη + καρδία
Επίθετο
μεγαλόκαρδος
- ο καλόκαρδος, που έχει μεγάλη καρδιά και τους χωράει όλους, που συγχωρεί, δεν κρατά κακία και συχνά βοηθά ακόμα και εκείνους που ίσως στο παρελθόν αντίστοιχα δεν του συμπεριφέρθηκαν άμεμπτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.