βραδυκαρδία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βραδυκαρδία | οι | βραδυκαρδίες |
| γενική | της | βραδυκαρδίας | των | βραδυκαρδιών |
| αιτιατική | τη | βραδυκαρδία | τις | βραδυκαρδίες |
| κλητική | βραδυκαρδία | βραδυκαρδίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βραδυκαρδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bradycardia < αρχαία ελληνική βραδύς + καρδία
Ουσιαστικό
βραδυκαρδία θηλυκό
- (ιατρική) διαταραχή του ρυθμού λειτουργίας της καρδιάς με μεγάλη μείωση της συχνότητας των παλμών της καρδιάς
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
βραδυκαρδία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.