τσουβασικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | τσουβασικά | ||
| γενική | των | τσουβασικών | ||
| αιτιατική | τα | τσουβασικά | ||
| κλητική | τσουβασικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσουβασικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τσουβασικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
τσουβασικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τουρκική γλώσσα της Τσουβασίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Γράφεται με το κυριλλικό αλφάβητο.
Μεταφράσεις
τσουβασικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.