μανξ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μανξ < μεταλλαγή του Maniske, πιθανώς από to παλαιονορβηγικό: *manskr,
επιθετοποιημένη μορφή του Mon ‎(“Νησί του Μαν”) < παλαιοϊρλανδικά Mana

Ουσιαστικό

μανξ άκλιτο

  1. (γλώσσα) ουδέτερο στον πληθυντικό: η γαελική γλώσσα που μιλιέται στη Νήσο Μαν
  2. γάτα του Νησιού του Μαν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.