μανξ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μανξ < μεταλλαγή του Maniske, πιθανώς από to παλαιονορβηγικό: *manskr,
- επιθετοποιημένη μορφή του Mon (“Νησί του Μαν”) < παλαιοϊρλανδικά Mana
Ουσιαστικό
μανξ άκλιτο
- (γλώσσα) ουδέτερο στον πληθυντικό: η γαελική γλώσσα που μιλιέται στη Νήσο Μαν
- γάτα του Νησιού του Μαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.