καρδιο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καρδιο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καρδιο- < καρδία ή καρδι(ά) + -ο-
- για σύγχρονους επιστημονικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία cardio- < αρχαία ελληνική καρδία
Πρόθημα
καρδιο-, καρδιό- (και καρδι- πρίν από φωνήεν)
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδιο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδιό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδι- στο Βικιλεξικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καρδιο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρδιο- < καρδία ή μεσαιωνική καρδί(α) + -ο-
Πρόθημα
καρδιο-, καρδιό- (και καρδι- πρίν από φωνήεν)
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδιο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδιό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδι- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρόθημα
καρδιο-, καρδιό- (και καρδι- πρίν από φωνήεν)
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδιο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδιό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδι- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις καρδιο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καρδία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.