νορμανδικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | νορμανδικά | ||
| γενική | των | νορμανδικών | ||
| αιτιατική | τα | νορμανδικά | ||
| κλητική | νορμανδικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
νορμανδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νορμανδικός στον πληθυντικό
Επίρρημα
νορμανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) της Νορμανδίας που ανήκει στην ομάδα γαλλικών γλωσσών langues d'oïl
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.