χτυποκάρδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χτυποκάρδι | τα | χτυποκάρδια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | χτυποκάρδι | τα | χτυποκάρδια |
| κλητική | χτυποκάρδι | χτυποκάρδια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χτυποκάρδι < χτυπ(ώ) + -ο- + καρδι(ά), αντιστροφή του καρδιοχτύπι[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xti.poˈkaɾ.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτυ‐πο‐κάρ‐δι
Ουσιαστικό
χτυποκάρδι ουδέτερο
Αναφορές
- χτυποκάρδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.