χτυποκάρδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χτυποκάρδι τα χτυποκάρδια
      γενική
    αιτιατική το χτυποκάρδι τα χτυποκάρδια
     κλητική χτυποκάρδι χτυποκάρδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χτυποκάρδι < χτυπ(ώ) + -ο- + καρδι(ά), αντιστροφή του καρδιοχτύπι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xti.poˈkaɾ.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτυποκάρδι

Ουσιαστικό

χτυποκάρδι ουδέτερο

  1. η διαδοχική συστολή και διαστολή της καρδιάς
  2. (μεταφορικά) η αγωνία, η ανησυχία
      Το περιστατικό της έρευνας δεν ήταν το μόνο χτυποκάρδι που πέρασα στο σπίτι του Ορφανίδη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα]')

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.