επικάρδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επικάρδιο τα επικάρδια
      γενική του επικάρδιου
& επικαρδίου
των επικάρδιων
& επικαρδίων
    αιτιατική το επικάρδιο τα επικάρδια
     κλητική επικάρδιο επικάρδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικάρδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική epicardium < αρχαία ελληνική ἐπί + καρδία

Ουσιαστικό

επικάρδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.