πόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόνος οι πόνοι
      γενική του πόνου των πόνων
    αιτιατική τον πόνο τους πόνους
     κλητική πόνε πόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόνος (σκληρή δουλειά)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πόνος

Ουσιαστικό

πόνος αρσενικό

  1. δυσάρεστο οδυνηρό αίσθημα που προκαλείται από κάποια δυσλειτουργία του σώματος, αρρώστια, φλεγμονή, χτύπημα κ.λπ.
    Ο πόνος έγινε δυσβάσταχτος.
  2. δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που προέρχεται από άλλα συναισθήματα
    Τον κοίταξε με πόνο.
  3. (σπάνιο, ιδιωματικό) μόχθος, κόπος

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • αβάσταχτος πόνος
  • εσωτερικός πόνος
  • πόνος της αγάπης
  • πόνος της απώλειας
  • σωματικός πόνος
  • ψυχικός πόνος

Εκφράσεις

  • αλλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω εγώ τον πόνο
  • γλυκός πόνος
  • δώσε πόνο!
  • καθένας με τον πόνο του
  • με δέρνει ο πόνος
  • μ' έναν πόνο
  • μ' έφαγαν οι πόνοι
  • με πόνο ψυχής
  • μπρος τα κάλλη τι' ν' ο πόνος
  • ξένος πόνος, ξένα δάκρυα
  • οι πόνοι: οι ωδίνες του τοκετού
  • παίζω με τον πόνο κάποιου
  • πεθαίνω από τον πόνο ή πεθαίνω στον πόνο
  • παίρνω (κάτι) επί πόνου
  • πνίγω τον πόνο μου
  • σβήνω τον πόνο μου
  • σφαδάζω από τον πόνο
  • το κρεβάτι του πόνου
  • τον/την πιάνει ο πόνος για κάτι/κάποιον

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
πον- 
  • -πονία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πονία στο Βικιλεξικό
  • πονο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πονο- στο Βικιλεξικό
  • -πονος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πονος στο Βικιλεξικό

Δε σχετίζεται το τρεπόνημα.

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόνος οἱ πόνοι
      γενική τοῦ πόνου τῶν πόνων
      δοτική τῷ πόν τοῖς πόνοις
    αιτιατική τὸν πόνον τοὺς πόνους
     κλητική ! πόνε πόνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόνω
γεν-δοτ τοῖν  πόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόνος < μεταπτωτική βαθμίδα πον- (που απαντά και στο πένομαι)[1]

Ουσιαστικό

πόνος αρσενικό

  1. η μεγάλη δυσκολία της μάχης, η μάχη καθαυτή (στον Όμηρο)
    καί δή αὖ τοι πολεμήια ἔργα μέμηλε καί πόνος
  2. ο μόχθος, η ταλαιπωρία, η πολλή δουλειά, ο κόπος
    μάταιος πόνος (άδικος κόπος)
    ἄνευ πόνου (άκοπα, εύκολα)
    ἔχει πόνον πολύν (δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά)
  3. η επιχείρηση, η δουλειά
    καί πόνος ἐντί θάλασσα ( : η δουλειά τους, ο μόχθος τους είναι στη θάλασσα)
  4. το ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, πρόβλημα
    ὁ Μηδικὸς πόνος (το πρόβλημα με τους Πέρσες)
  5. ο πόνος, το φυσικό σύμπτωμα του πόνου
    πόνοι ἐν κεφαλῇ (πονοκέφαλος), ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 49.3
    ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος (Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
      1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περί ύλης ιατρικής, έκδ.MGO books.google
    πλευρᾶς πόνοι καὶ θώρακος καὶ ἥπατος
  6. το πόνημα (π.χ. το μέλι, ὑψηλὸς τεκτόνων πόνος, τούς ἡμετέρους πόνους: οι καρποί του μόχθου μας)

Συγγενικά

  • -πονῶ Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πονῶ στο Βικιλεξικό
  • -πονος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πονος στο Βικιλεξικό
  • πονο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα πονο- στο Βικιλεξικό

και

Εκφράσεις

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.