καημός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καημός οι καημοί
      γενική του καημού των καημών
    αιτιατική τον καημό τους καημούς
     κλητική καημέ καημοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καημός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καημός (κάψιμο)

Προφορά

ΔΦΑ : /kai̯ˈmos/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: καημός

Ουσιαστικό

καημός αρσενικό

  1. η στενοχώρια, η θλίψη
  2. ο πόθος, η επιθυμία (ενίοτε ανεκπλήρωτη)
  3. το βάσανο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη καίω

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καημός < καίω, θέμα παθητικού αορίστου καη- + -μός < αρχαία ελληνική καίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *keh₂u- (ανάβω, καίω)

Ουσιαστικό

καημός αρσενικό

  1. εμπρησμός
  2. στενοχώρια, θλίψη
  3. ανησυχία
  4. (ερωτικός) πόθος, επιθυμία (ενίοτε ανεκπλήρωτα)

  • καμός

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη καίω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.