καημός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καημός | οι | καημοί |
| γενική | του | καημού | των | καημών |
| αιτιατική | τον | καημό | τους | καημούς |
| κλητική | καημέ | καημοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καημός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καημός (κάψιμο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kai̯ˈmos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καη‐μός
- ντέρτι
-
καημός στη Βικιπαίδεια

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
καημός αρσενικό
- καμός
Πηγές
- καημός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.