κοιλοπονώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κοιλόπονος, κοιλιά και πόνος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοιλοπονώ | κοιλοπονούσα | θα κοιλοπονώ | να κοιλοπονώ | κοιλοπονώντας | |
| β' ενικ. | κοιλοπονείς | κοιλοπονούσες | θα κοιλοπονείς | να κοιλοπονείς | (κοιλοπόνει) | |
| γ' ενικ. | κοιλοπονεί | κοιλοπονούσε | θα κοιλοπονεί | να κοιλοπονεί | ||
| α' πληθ. | κοιλοπονούμε | κοιλοπονούσαμε | θα κοιλοπονούμε | να κοιλοπονούμε | ||
| β' πληθ. | κοιλοπονείτε | κοιλοπονούσατε | θα κοιλοπονείτε | να κοιλοπονείτε | κοιλοπονείτε | |
| γ' πληθ. | κοιλοπονούν(ε) | κοιλοπονούσαν(ε) | θα κοιλοπονούν(ε) | να κοιλοπονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοιλοπόνησα | θα κοιλοπονήσω | να κοιλοπονήσω | κοιλοπονήσει | ||
| β' ενικ. | κοιλοπόνησες | θα κοιλοπονήσεις | να κοιλοπονήσεις | κοιλοπόνησε | ||
| γ' ενικ. | κοιλοπόνησε | θα κοιλοπονήσει | να κοιλοπονήσει | |||
| α' πληθ. | κοιλοπονήσαμε | θα κοιλοπονήσουμε | να κοιλοπονήσουμε | |||
| β' πληθ. | κοιλοπονήσατε | θα κοιλοπονήσετε | να κοιλοπονήσετε | κοιλοπονήστε | ||
| γ' πληθ. | κοιλοπόνησαν κοιλοπονήσαν(ε) |
θα κοιλοπονήσουν(ε) | να κοιλοπονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοιλοπονήσει | είχα κοιλοπονήσει | θα έχω κοιλοπονήσει | να έχω κοιλοπονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοιλοπονήσει | είχες κοιλοπονήσει | θα έχεις κοιλοπονήσει | να έχεις κοιλοπονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοιλοπονήσει | είχε κοιλοπονήσει | θα έχει κοιλοπονήσει | να έχει κοιλοπονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοιλοπονήσει | είχαμε κοιλοπονήσει | θα έχουμε κοιλοπονήσει | να έχουμε κοιλοπονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοιλοπονήσει | είχατε κοιλοπονήσει | θα έχετε κοιλοπονήσει | να έχετε κοιλοπονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοιλοπονήσει | είχαν κοιλοπονήσει | θα έχουν κοιλοπονήσει | να έχουν κοιλοπονήσει |
| |
Μεταφράσεις
έχω ωδίνες για επικείμενο τοκετό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.