συμπονεσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπονεσιά | οι | συμπονεσιές |
| γενική | της | συμπονεσιάς | των | συμπονεσιών |
| αιτιατική | τη | συμπονεσιά | τις | συμπονεσιές |
| κλητική | συμπονεσιά | συμπονεσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
συμπονεσιά
|
Αναφορές
- πονεσιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.