απόνετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απόνετος | η | απόνετη | το | απόνετο |
| γενική | του | απόνετου | της | απόνετης | του | απόνετου |
| αιτιατική | τον | απόνετο | την | απόνετη | το | απόνετο |
| κλητική | απόνετε | απόνετη | απόνετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απόνετοι | οι | απόνετες | τα | απόνετα |
| γενική | των | απόνετων | των | απόνετων | των | απόνετων |
| αιτιατική | τους | απόνετους | τις | απόνετες | τα | απόνετα |
| κλητική | απόνετοι | απόνετες | απόνετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.ne.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐νε‐τος
Επίθετο
απόνετος, -η, -ο
- ο άπονος, χωρίς πόνο
- ※ οὐδ' ἔμενεν ἀπόνετος γι' αὐτόν κανείς τῶν ἄλλων, ἀλλ' ὅλοι ἐμπρός τοῦ πρόβαλαν τές κυκλωτές ἀσπίδες
- Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς για την Ιλιάδα του Ομήρου, ξ, στίχ. 427 (14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 427 )
- ※ οὐδ' ἔμενεν ἀπόνετος γι' αὐτόν κανείς τῶν ἄλλων, ἀλλ' ὅλοι ἐμπρός τοῦ πρόβαλαν τές κυκλωτές ἀσπίδες
Μεταφράσεις
απόνετος
|
→ δείτε τη λέξη άπονος |
Αναφορές
- πόνος (πονε-ση) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- απόνετος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- απόνετος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.