απόνετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόνετος η απόνετη το απόνετο
      γενική του απόνετου της απόνετης του απόνετου
    αιτιατική τον απόνετο την απόνετη το απόνετο
     κλητική απόνετε απόνετη απόνετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόνετοι οι απόνετες τα απόνετα
      γενική των απόνετων των απόνετων των απόνετων
    αιτιατική τους απόνετους τις απόνετες τα απόνετα
     κλητική απόνετοι απόνετες απόνετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απόνετος < α- στερητικό + πονώ, θέμα πονε- (όπως πόνε-σα)[1] + -τος[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.ne.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόνετος

Επίθετο

απόνετος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πόνος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πόνος (πονε-ση) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. απόνετος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.