due
Αγγλικά (en)
Επίθετο
due (en)
- που οφείλεται
- Payment is due him in ten days.
- ο οφειλόμενος, ο αρμόζων, ο προσήκων
- with all due respect - με όλον τον οφειλόμενο σεβασμό
- που αναμένεται βάσει προγραμματισμού ή προβλέπεται να συμβεί σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο
- που πρόκειται να συμβεί σε λίγο επειδή έφτασε η αναμενόμενη στιγμή
- The baby is just about due.
- που προορίζεται
Επίρρημα
due (en)
- κατευθείαν, ίσια (προς το βορρά, το νότο, τα ανατολικά, τα δυτικά)
- The river runs due north for about a mile.
- Σημειώσεις: due north, due south, due east, due west
- The river runs due north for about a mile.
Παπιαμέντο (pap)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.