due

Αγγλικά (en)

Επίθετο

due (en)

  1. που οφείλεται
    Payment is due him in ten days.
  2. ο οφειλόμενος, ο αρμόζων, ο προσήκων
    with all due respect - με όλον τον οφειλόμενο σεβασμό
  3. που αναμένεται βάσει προγραμματισμού ή προβλέπεται να συμβεί σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο
    Rain is due this afternoon. - Αναμένεται βροχή για το απόγευμα
    The train is due in five minutes. - Το τρένο αναμένεται σε πέντε λεπτά
    When is your baby due? - Πότε περιμένετε (να γεννηθεί) το μωρό σας;
     συνώνυμα: expected, forecast
  4. που πρόκειται να συμβεί σε λίγο επειδή έφτασε η αναμενόμενη στιγμή
    The baby is just about due.
  5. που προορίζεται

Επίρρημα

due (en)

  1. κατευθείαν, ίσια (προς το βορρά, το νότο, τα ανατολικά, τα δυτικά)
    The river runs due north for about a mile.
    Σημειώσεις: due north, due south, due east, due west

Ουσιαστικό

due (en)

  1. η οφειλόμενη/δίκαιη αναγνώριση
  2. (στον πληθυντικό) dues: η συνδρομή ενός μέλους



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

due < du + -e

Προφορά

 

Επίρρημα

due (eo)



Ιταλικά (it)

Αριθμητικό

due (it)



Παπιαμέντο (pap)

Ουσιαστικό

due

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.