συμπονώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.boˈno/
Ρήμα
συμπονώ (παθητική φωνή: συμπονιέμαι / συμπονούμαι)
- αντιλαμβάνομαι τον πόνο κάποιου (ψυχικό, συναισθηματικό, σωματικό), πάσχω μαζί του και αποπειρώμαι να του συμπαρασταθώ ή να τον ανακουφίσω
Συγγενικά
- ασυμπόνετος
- ασυμπονιά / ασυμπόνια
- ασύμπονος
- σύμπονα
- συμπονάω
- συμπόνεμα
- συμπονεμάρα
- συμπονεμένα
- συμπονεμένος
- συμπόνεση
- συμπονεσιά
- συμπονετικά
- συμπονετικός
- συμπονεύω
- συμπόνια
- συμπονιάρης
- συμπονιάρικος
- σύμπονος
- → δείτε τις λέξεις συν και πόνος
- κατανοώ
- σπλαγχνίζομαι / σπλαχνίζομαι
- συμπάσχω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμπονώ | συμπονούσα | θα συμπονώ | να συμπονώ | συμπονώντας | |
| β' ενικ. | συμπονείς | συμπονούσες | θα συμπονείς | να συμπονείς | (συμπόνει) | |
| γ' ενικ. | συμπονεί | συμπονούσε | θα συμπονεί | να συμπονεί | ||
| α' πληθ. | συμπονούμε | συμπονούσαμε | θα συμπονούμε | να συμπονούμε | ||
| β' πληθ. | συμπονείτε | συμπονούσατε | θα συμπονείτε | να συμπονείτε | συμπονείτε | |
| γ' πληθ. | συμπονούν(ε) | συμπονούσαν(ε) | θα συμπονούν(ε) | να συμπονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμπόνεσα | θα συμπονέσω | να συμπονέσω | συμπονέσει | ||
| β' ενικ. | συμπόνεσες | θα συμπονέσεις | να συμπονέσεις | συμπόνεσε | ||
| γ' ενικ. | συμπόνεσε | θα συμπονέσει | να συμπονέσει | |||
| α' πληθ. | συμπονέσαμε | θα συμπονέσουμε | να συμπονέσουμε | |||
| β' πληθ. | συμπονέσατε | θα συμπονέσετε | να συμπονέσετε | συμπονέστε | ||
| γ' πληθ. | συμπόνεσαν συμπονέσαν(ε) |
θα συμπονέσουν(ε) | να συμπονέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμπονέσει | είχα συμπονέσει | θα έχω συμπονέσει | να έχω συμπονέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμπονέσει | είχες συμπονέσει | θα έχεις συμπονέσει | να έχεις συμπονέσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμπονέσει | είχε συμπονέσει | θα έχει συμπονέσει | να έχει συμπονέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμπονέσει | είχαμε συμπονέσει | θα έχουμε συμπονέσει | να έχουμε συμπονέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμπονέσει | είχατε συμπονέσει | θα έχετε συμπονέσει | να έχετε συμπονέσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμπονέσει | είχαν συμπονέσει | θα έχουν συμπονέσει | να έχουν συμπονέσει |
| |
Μεταφράσεις
συμπονώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.