φαρμάκωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φαρμάκωμα | τα | φαρμακώματα |
| γενική | του | φαρμακώματος | των | φαρμακωμάτων |
| αιτιατική | το | φαρμάκωμα | τα | φαρμακώματα |
| κλητική | φαρμάκωμα | φαρμακώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαρμάκωμα < φαρμακώνω
Ουσιαστικό
φαρμάκωμα ουδέτερο
- η δηλητηρίαση κάποιου με τοξική ουσία, δηλητήριο
- η πρόκληση μεγάλου ψυχικού άλγους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.