dolor
Ισπανικά (es)
Προφορά
- ΔΦΑ : /doˈloɾ/
Λατινικά (la)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | dolor | dolōrēs |
| γενική | dolōris | dolōrum |
| δοτική | dolōrī | dolōribus |
| αιτιατική | dolōrem | dolōrēs |
| κλητική | dolor | dolōrēs |
| αφαιρετική | dolōre | dolōribus |
Πηγές
- dolor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.