καταπόνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταπόνηση | οι | καταπονήσεις |
| γενική | της | καταπόνησης* | των | καταπονήσεων |
| αιτιατική | την | καταπόνηση | τις | καταπονήσεις |
| κλητική | καταπόνηση | καταπονήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταπονήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταπόνηση < ελληνιστική κοινή καταπόνησις < καταπονέω / καταπονῶ < αρχαία ελληνική κατά + πονέω /πονῶ < πόνος (φυσική: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fatigue)
Ουσιαστικό
καταπόνηση θηλυκό
- η υπερβολική κούραση και ταλαιπωρία
- (φυσική) η αλλοίωση ενός υλικού ύστερα από μακρόχρονη χρήση
- (φυσική) η μεταβολή στο σχήμα ή το μέγεθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.