καταπόνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταπόνηση οι καταπονήσεις
      γενική της καταπόνησης* των καταπονήσεων
    αιτιατική την καταπόνηση τις καταπονήσεις
     κλητική καταπόνηση καταπονήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπονήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταπόνηση < ελληνιστική κοινή καταπόνησις < καταπονέω / καταπονῶ < αρχαία ελληνική κατά + πονέω /πονῶ < πόνος (φυσική: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fatigue)

Ουσιαστικό

καταπόνηση θηλυκό

  1. η υπερβολική κούραση και ταλαιπωρία
  2. (φυσική) η αλλοίωση ενός υλικού ύστερα από μακρόχρονη χρήση
  3. (φυσική) η μεταβολή στο σχήμα ή το μέγεθος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.