εκπονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκπονώ < αρχαία ελληνική ἐκπονέω, -ῶ < ἐκ + πόνος ("κόπος")
Ρήμα
εκπονώ, πρτ.: εκπονούσα, στ.μέλλ.: θα εκπονήσω, αόρ.: εκπόνησα, παθ.φωνή: εκπονούμαι, μτχ.π.π.: εκπονημένος
- (μεταβατικό) ασχολούμαι συστηματικά και με ιδιαίτερη φροντίδα με την παραγωγή (πνευματικού συνήθως) έργου
- οι απόφοιτοι της σχολής παίρνουν το πτυχίο τους, αφού εκπονήσουν διπλωματική εργασία
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.