ματαιοπονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ματαιοπονία οι ματαιοπονίες
      γενική της ματαιοπονίας των ματαιοπονιών
    αιτιατική τη ματαιοπονία τις ματαιοπονίες
     κλητική ματαιοπονία ματαιοπονίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ματαιοπονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ματαιοπονία

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.te.o.poˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ματαιοπονία

Ουσιαστικό

ματαιοπονία θηλυκό

  • ο χαμένος κόπος, η προσπάθεια που είναι καταδικασμένη να αποτύχει στο στόχο της

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ματαιοπονί αἱ ματαιοπονίαι
      γενική τῆς ματαιοπονίᾱς τῶν ματαιοπονιῶν
      δοτική τῇ ματαιοπονί ταῖς ματαιοπονίαις
    αιτιατική τὴν ματαιοπονίᾱν τὰς ματαιοπονίᾱς
     κλητική ! ματαιοπονί ματαιοπονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ματαιοπονί
γεν-δοτ τοῖν  ματαιοπονίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ματαιοπονία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.