κεντιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κεντιά | οι | κεντιές |
| γενική | της | κεντιάς | των | κεντιών |
| αιτιατική | την | κεντιά | τις | κεντιές |
| κλητική | κεντιά | κεντιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kenˈdʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντιά
Ουσιαστικό
κεντιά θηλυκό
- (προφορικό) τραυματισμός από τσίμπημα αιχμηρού αντικειμένου καθώς και το σημάδι ή / και ο πόνος που προκαλεί
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κεντώ
Μεταφράσεις
κεντιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.