παραπονιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραπονιάρης η παραπονιάρα το παραπονιάρικο
      γενική του παραπονιάρη της παραπονιάρας του παραπονιάρικου
    αιτιατική τον παραπονιάρη την παραπονιάρα το παραπονιάρικο
     κλητική παραπονιάρη παραπονιάρα παραπονιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραπονιάρηδες οι παραπονιάρες τα παραπονιάρικα
      γενική των παραπονιάρηδων των παραπονιάρικων
    αιτιατική τους παραπονιάρηδες τις παραπονιάρες τα παραπονιάρικα
     κλητική παραπονιάρηδες παραπονιάρες παραπονιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραπονιάρης < παράπονο λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

παραπονιάρης, -α, ικο

  • κάποιος που παραπονείται συνέχεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.