προπόνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προπόνηση | οι | προπονήσεις |
| γενική | της | προπόνησης* | των | προπονήσεων |
| αιτιατική | την | προπόνηση | τις | προπονήσεις |
| κλητική | προπόνηση | προπονήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προπονήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

από προπόνηση της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου του Ιράν
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈpo.ni.si/
Ουσιαστικό
προπόνηση θηλυκό
- (αθλητισμός) η προετοιμασία και προγύμναση ενός αθλητή ή μιας ομάδας, με τρόπο συστηματικό και μεθοδικό και με τη συνδρομή ειδικού προπονητή, για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης και της αγωνιστικότητας
Συνώνυμα
- (προάσκηση)
- (προγύμναση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.