βάσανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βάσανο | τα | βάσανα |
| γενική | του | βασάνου & βάσανου |
των | βασάνων |
| αιτιατική | το | βάσανο | τα | βάσανα |
| κλητική | βάσανο | βάσανα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βάσανο < μεσαιωνική ελληνική βάσανον < (ελληνιστική κοινή) βάσανος < αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)
Ουσιαστικό
βάσανο ουδέτερο
- κάτι (ή κάποιος) που μας ταλαιπωρεί, μας φθείρει, μας βασανίζει
- πέρασε τόσα βάσανα και κόπους τόσα χρόνια στη θάλασσα
- αυτό δεν είναι παιδί, είναι σκέτο βάσανο
- (αργκό): ο ερωμένος, ο αγαπητικός, ή η ερωμένη, αγαπητικιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.