βάσανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάσανο τα βάσανα
      γενική του βασάνου
& βάσανου
των βασάνων
    αιτιατική το βάσανο τα βάσανα
     κλητική βάσανο βάσανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάσανο < μεσαιωνική ελληνική βάσανον < (ελληνιστική κοινή) βάσανος < αρχαία αιγυπτιακά baḫan (είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)

Ουσιαστικό

βάσανο ουδέτερο

  1. κάτι (ή κάποιος) που μας ταλαιπωρεί, μας φθείρει, μας βασανίζει
    πέρασε τόσα βάσανα και κόπους τόσα χρόνια στη θάλασσα
    αυτό δεν είναι παιδί, είναι σκέτο βάσανο
  2. (αργκό): ο ερωμένος, ο αγαπητικός, ή η ερωμένη, αγαπητικιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.