μόχθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μόχθος | οι | μόχθοι |
| γενική | του | μόχθου | των | μόχθων |
| αιτιατική | τον | μόχθο | τους | μόχθους |
| κλητική | μόχθε | μόχθοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μόχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόχθος
Ουσιαστικό
μόχθος αρσενικό
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
μοχθ-
μοχθ-
- άμοχθα (επίρρημα)
- αμόχθητα (επίρρημα)
- αμόχθητος
- άμοχθος
- αμόχθως (παρωχημένο επίρρημα)
- βαρύμοχθος
- επίμοχθα (επίρρημα)
- επίμοχθος
- επιμοχθώ
- επιμόχθως (παρωχημένο επίρρημα)
- μοχθηρά (επίρρημα)
- μοχθηρία
- μοχθηρός
- μοχθηρότητα
- μοχθηρώς (παρωχημένο επίρρημα)
- μοχθώ
- παραμοχθώ
- πολύμοχθα (επίρρημα)
- πολύμοχθος
- πολυμόχθως (παρωχημένο επίρρημα)
- φιλόμοχθος
Μεταφράσεις
- → δείτε και τη λέξη κόπος
Πηγές
- μόχθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μοχθ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μόχθος | οἱ | μόχθοι |
| γενική | τοῦ | μόχθου | τῶν | μόχθων |
| δοτική | τῷ | μόχθῳ | τοῖς | μόχθοις |
| αιτιατική | τὸν | μόχθον | τοὺς | μόχθους |
| κλητική ὦ! | μόχθε | μόχθοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μόχθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μόχθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μόχθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μόχθος αρσενικό
- σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση
- δυσκολία, ταλαιπωρία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1231 (1229-1232)
- ὡς εὖτ᾽ ἂν τὸ νέον παρῇ | κούφας ἀφροσύνας φέρον, | τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔ- | ξω; τίς οὐ καμάτων ἔνι;
- Γιατί, μόλις περάσει η πρώτη νιότη, | με την ανέμελή της αφροσύνη, | ποιός, πες μου, ποιός μόχθος απέξω μένει; | ποιός κάματος δεν μπαίνει στη ζωή μας;
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1231 (1229-1232)
- (στον πληθυντικό) δυσκολιές, βάσανα, δυσχέρειες
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 248 (248-249)
- πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ | σπλάγχνον·
- το στήθος μου λαχάνιασε απ᾽ τους τόσους κόπους,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ | σπλάγχνον·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 248 (248-249)
- επικός τύπος : μόγος
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
μοχθ-
μοχθ-
- ἀμοχθεί
- ἁμόχθησα
- ἀμόχθητος
- ἄμοχθος
- βαρύμοχθος
- δωδεκάμοχθος
- ἐκμοχθέω
- ἔμμοχθος
- ἐμπεδόμοχθος
- ἐπιμοχθέω
- ἐπιμόχθητος
- ἐπίμοχθος
- εὔμοχθος
- ἡμιμόχθηρος
- κακόμοχθος
- κλυτόμοχθος
- ματαιομοχθέω
- μοχθέω
- μοχθήεις
- μόχθημα
- μοχθηρία
- μοχθηρόομαι
- μοχθηρός
- μοχθητέον
- μοχθητέος
- μοχθίζω
- μοχθόω
- μοχθώδης
- μυριόμοχθος
- περιμοχθέω
- πλησίμοχθος
- πολύμοχθος
- πρασίμοχθος
- προμοχθέω
- πρόμοχθοι
- συμμοχθέω
- συμμοχθηρεύομαι
- ταλαίμοχθος
- ὑπομόχθηρος
- φιλομόχθηρος
- φιλόμοχθος
Πηγές
- μόχθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μόχθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.