άπονα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άπονα < μεσαιωνική ελληνική άπονα < άπονος + -α
Συνώνυμα
- αλύπητα
- ανοικτιρμόνως
Μεταφράσεις
άπονα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
άπονα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άπονος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.