συμπονετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπονετικός | η | συμπονετική | το | συμπονετικό |
| γενική | του | συμπονετικού | της | συμπονετικής | του | συμπονετικού |
| αιτιατική | τον | συμπονετικό | τη | συμπονετική | το | συμπονετικό |
| κλητική | συμπονετικέ | συμπονετική | συμπονετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπονετικοί | οι | συμπονετικές | τα | συμπονετικά |
| γενική | των | συμπονετικών | των | συμπονετικών | των | συμπονετικών |
| αιτιατική | τους | συμπονετικούς | τις | συμπονετικές | τα | συμπονετικά |
| κλητική | συμπονετικοί | συμπονετικές | συμπονετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμπονετικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συμπονετικός, -ή, -ό
- που συμμερίζεται τον πόνο κάποιου, κατανοεί την ψυχική του κατάσταση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συμπονετικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.