πονετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πονετικός | η | πονετική | το | πονετικό |
| γενική | του | πονετικού | της | πονετικής | του | πονετικού |
| αιτιατική | τον | πονετικό | την | πονετική | το | πονετικό |
| κλητική | πονετικέ | πονετική | πονετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πονετικοί | οι | πονετικές | τα | πονετικά |
| γενική | των | πονετικών | των | πονετικών | των | πονετικών |
| αιτιατική | τους | πονετικούς | τις | πονετικές | τα | πονετικά |
| κλητική | πονετικοί | πονετικές | πονετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πονετικός < μεσαιωνική ελληνική πονετικός[1] [2] < αρχαία ελληνική πονέω / πονῶ < πόνος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πονετικός
- πονετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πονετικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.