προπονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
προπονώ (παθητική φωνή: προπονούμαι)
- προετοιμάζω και προγυμνάζω έναν αθλητή ή μιας ομάδα, με τρόπο συστηματικό και μεθοδικό και με τη συνδρομή ειδικού προπονητή, για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης και της αγωνιστικότητας
Συνώνυμα
Συγγενικά
- απροπόνητος
- προπονημένος
- προπόνηση
- προπονητής
- προπονητικός
- προπονήτρια
- → δείτε τις λέξεις προ και πόνος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προπονώ | προπονούσα | θα προπονώ | να προπονώ | προπονώντας | |
| β' ενικ. | προπονείς | προπονούσες | θα προπονείς | να προπονείς | ||
| γ' ενικ. | προπονεί | προπονούσε | θα προπονεί | να προπονεί | ||
| α' πληθ. | προπονούμε | προπονούσαμε | θα προπονούμε | να προπονούμε | ||
| β' πληθ. | προπονείτε | προπονούσατε | θα προπονείτε | να προπονείτε | προπονείτε | |
| γ' πληθ. | προπονούν(ε) | προπονούσαν(ε) | θα προπονούν(ε) | να προπονούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προπόνησα | θα προπονήσω | να προπονήσω | προπονήσει | ||
| β' ενικ. | προπόνησες | θα προπονήσεις | να προπονήσεις | προπόνησε | ||
| γ' ενικ. | προπόνησε | θα προπονήσει | να προπονήσει | |||
| α' πληθ. | προπονήσαμε | θα προπονήσουμε | να προπονήσουμε | |||
| β' πληθ. | προπονήσατε | θα προπονήσετε | να προπονήσετε | προπονήστε | ||
| γ' πληθ. | προπόνησαν προπονήσαν(ε) |
θα προπονήσουν(ε) | να προπονήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προπονήσει | είχα προπονήσει | θα έχω προπονήσει | να έχω προπονήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προπονήσει | είχες προπονήσει | θα έχεις προπονήσει | να έχεις προπονήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προπονήσει | είχε προπονήσει | θα έχει προπονήσει | να έχει προπονήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προπονήσει | είχαμε προπονήσει | θα έχουμε προπονήσει | να έχουμε προπονήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προπονήσει | είχατε προπονήσει | θα έχετε προπονήσει | να έχετε προπονήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προπονήσει | είχαν προπονήσει | θα έχουν προπονήσει | να έχουν προπονήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προπονούμαι | προπονούμουν | θα προπονούμαι | να προπονούμαι | προπονούμενος | |
| β' ενικ. | προπονείσαι | προπονούσουν | θα προπονείσαι | να προπονείσαι | ||
| γ' ενικ. | προπονείται | προπονούνταν | θα προπονείται | να προπονείται | ||
| α' πληθ. | προπονούμαστε | προπονούμασταν προπονούμαστε |
θα προπονούμαστε | να προπονούμαστε | ||
| β' πληθ. | προπονείστε | προπονούσασταν προπονούσαστε |
θα προπονείστε | να προπονείστε | προπονείστε | |
| γ' πληθ. | προπονούνται | προπονούνταν | θα προπονούνται | να προπονούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προπονήθηκα | θα προπονηθώ | να προπονηθώ | προπονηθεί | ||
| β' ενικ. | προπονήθηκες | θα προπονηθείς | να προπονηθείς | προπονήσου | ||
| γ' ενικ. | προπονήθηκε | θα προπονηθεί | να προπονηθεί | |||
| α' πληθ. | προπονηθήκαμε | θα προπονηθούμε | να προπονηθούμε | |||
| β' πληθ. | προπονηθήκατε | θα προπονηθείτε | να προπονηθείτε | προπονηθείτε | ||
| γ' πληθ. | προπονήθηκαν προπονηθήκαν(ε) |
θα προπονηθούν(ε) | να προπονηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προπονηθεί | είχα προπονηθεί | θα έχω προπονηθεί | να έχω προπονηθεί | προπονημένος | |
| β' ενικ. | έχεις προπονηθεί | είχες προπονηθεί | θα έχεις προπονηθεί | να έχεις προπονηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προπονηθεί | είχε προπονηθεί | θα έχει προπονηθεί | να έχει προπονηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προπονηθεί | είχαμε προπονηθεί | θα έχουμε προπονηθεί | να έχουμε προπονηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προπονηθεί | είχατε προπονηθεί | θα έχετε προπονηθεί | να έχετε προπονηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προπονηθεί | είχαν προπονηθεί | θα έχουν προπονηθεί | να έχουν προπονηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προπονημένος - είμαστε, είστε, είναι προπονημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προπονημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προπονημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προπονημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προπονημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προπονημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προπονημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.