ασυμπόνετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυμπόνετος η ασυμπόνετη το ασυμπόνετο
      γενική του ασυμπόνετου της ασυμπόνετης του ασυμπόνετου
    αιτιατική τον ασυμπόνετο την ασυμπόνετη το ασυμπόνετο
     κλητική ασυμπόνετε ασυμπόνετη ασυμπόνετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυμπόνετοι οι ασυμπόνετες τα ασυμπόνετα
      γενική των ασυμπόνετων των ασυμπόνετων των ασυμπόνετων
    αιτιατική τους ασυμπόνετους τις ασυμπόνετες τα ασυμπόνετα
     κλητική ασυμπόνετοι ασυμπόνετες ασυμπόνετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυμπόνετος < α- στερητικό + (συμπονώ) συμπονε- + -τος

Επίθετο

ασυμπόνετος

  1. (σπάνιο) που δεν συμπονεί
  2. που δεν τον συμπόνεσαν

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη συμπονώ

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.