ασυμπόνετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυμπόνετος | η | ασυμπόνετη | το | ασυμπόνετο |
| γενική | του | ασυμπόνετου | της | ασυμπόνετης | του | ασυμπόνετου |
| αιτιατική | τον | ασυμπόνετο | την | ασυμπόνετη | το | ασυμπόνετο |
| κλητική | ασυμπόνετε | ασυμπόνετη | ασυμπόνετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυμπόνετοι | οι | ασυμπόνετες | τα | ασυμπόνετα |
| γενική | των | ασυμπόνετων | των | ασυμπόνετων | των | ασυμπόνετων |
| αιτιατική | τους | ασυμπόνετους | τις | ασυμπόνετες | τα | ασυμπόνετα |
| κλητική | ασυμπόνετοι | ασυμπόνετες | ασυμπόνετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ασυμπόνεστος
- ασυμπόνετα (επίρρημα)
- ασυμπονιά
- συμπόνεση
- συμπόνια
→ και δείτε τη λέξη συμπονώ
Μεταφράσεις
ασυμπόνετος
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.