οδυνηρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οδυνηρός | η | οδυνηρή | το | οδυνηρό |
| γενική | του | οδυνηρού | της | οδυνηρής | του | οδυνηρού |
| αιτιατική | τον | οδυνηρό | την | οδυνηρή | το | οδυνηρό |
| κλητική | οδυνηρέ | οδυνηρή | οδυνηρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οδυνηροί | οι | οδυνηρές | τα | οδυνηρά |
| γενική | των | οδυνηρών | των | οδυνηρών | των | οδυνηρών |
| αιτιατική | τους | οδυνηρούς | τις | οδυνηρές | τα | οδυνηρά |
| κλητική | οδυνηροί | οδυνηρές | οδυνηρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οδυνηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀδυνηρός[1] < ὀδύνη + -ηρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ði.niˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δυ‐νη‐ρός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- οδυνηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.