πένομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
πένομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen
Ρήμα
πένομαι
- (αμετάβατο) δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο
- (γενικά) μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω
- είμαι φτωχός ή πάμφτωχος
- (με γενική) είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι
- (μεταβατικό) δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.