τίθεμαι πόνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
τίθεμαι πόνον
- προκαλώ βάσανα στον εαυτό μου
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 226
- [ΑΠ.] σὺ δ᾽ οὖν δίωκε καὶ πόνον πλείω τίθου.
- [ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ] Κυνήγα τον λοιπόν κόπο στον κόπο να ᾽χεις.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- [ΑΠ.] σὺ δ᾽ οὖν δίωκε καὶ πόνον πλείω τίθου.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 226
Πηγές
- τίθημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τίθημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.