αψυχοπόνετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αψυχοπόνετος | η | αψυχοπόνετη | το | αψυχοπόνετο |
| γενική | του | αψυχοπόνετου | της | αψυχοπόνετης | του | αψυχοπόνετου |
| αιτιατική | τον | αψυχοπόνετο | την | αψυχοπόνετη | το | αψυχοπόνετο |
| κλητική | αψυχοπόνετε | αψυχοπόνετη | αψυχοπόνετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αψυχοπόνετοι | οι | αψυχοπόνετες | τα | αψυχοπόνετα |
| γενική | των | αψυχοπόνετων | των | αψυχοπόνετων | των | αψυχοπόνετων |
| αιτιατική | τους | αψυχοπόνετους | τις | αψυχοπόνετες | τα | αψυχοπόνετα |
| κλητική | αψυχοπόνετοι | αψυχοπόνετες | αψυχοπόνετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αψυχοπόνετος < μεσαιωνική ελληνική ἀψυχοπόνετος < α στερητικό και μεσαιωνική ελληνική ψυχοπονῶ
Επίθετο
αψυχοπόνετος -η -ο
- ο άπονος, ο σκληρόκαρδος, ο σκληρόψυχος, ο ανελέητος, που δεν αισθάνεται λύπηση, οίκτο
Μεταφράσεις
αψυχοπόνετος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.