άλγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλγος τα άλγη
      γενική του άλγους των αλγών
    αιτιατική το άλγος τα άλγη
     κλητική άλγος άλγη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άλγος < αρχαία ελληνική ἄλγος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈal.ɣos/

Ουσιαστικό

άλγος ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.