ματαιοπονώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ματαιοπονώ < (ελληνιστική κοινή) ματαιοπονία

Ρήμα

ματαιοπονώ

  • καταβάλλω μάταιους κόπους, ο κόπος μου πάει χαμένος, δεν φέρνει αποτέλεσμα, κοπιάζω άδικα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.