προπονήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπονήτρια οι προπονήτριες
      γενική της προπονήτριας των προπονητριών
    αιτιατική την προπονήτρια τις προπονήτριες
     κλητική προπονήτρια προπονήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προπονήτρια < προπονητής + -τρια

Ουσιαστικό

προπονήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.