πονοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πονοκέφαλος | οι | πονοκέφαλοι |
| γενική | του | πονοκέφαλου & πονοκεφάλου |
των | πονοκέφαλων & πονοκεφάλων |
| αιτιατική | τον | πονοκέφαλο | τους | πονοκέφαλους & πονοκεφάλους |
| κλητική | πονοκέφαλε | πονοκέφαλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πονοκέφαλος αρσενικό
- πόνος που εντοπίζεται γενικά στο κεφάλι
- (μεταφορικά) δυσκολία, πρόβλημα
Συγγενικά
- πονοκεφαλιάζω
- πονοκεφάλιασμα
- → δείτε τις λέξεις πόνος και κεφάλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.