φαρμάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φαρμάκι | τα | φαρμάκια |
| γενική | του | φαρμακιού | των | φαρμακιών |
| αιτιατική | το | φαρμάκι | τα | φαρμάκια |
| κλητική | φαρμάκι | φαρμάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαρμάκι < μεσαιωνική ελληνική φαρμάκιν < φαρμάκιον < υποκοριστικό της αρχαίας λεξης φάρμακον
Ουσιαστικό
φαρμάκι ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.