φαρμάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαρμάκι τα φαρμάκια
      γενική του φαρμακιού των φαρμακιών
    αιτιατική το φαρμάκι τα φαρμάκια
     κλητική φαρμάκι φαρμάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαρμάκι < μεσαιωνική ελληνική φαρμάκιν < φαρμάκιον < υποκοριστικό της αρχαίας λεξης φάρμακον

Ουσιαστικό

φαρμάκι ουδέτερο

  1. το δηλητήριο
  2. χαρακτηρισμός για κάτι πολύ πικρό στη γεύση
    φαρμάκι τον έκανες τον καφέ
  3. (μεταφορικά) η πικρή κουβέντα, η ενέργεια που πληγώνει βαθιά
    φαρμάκι τα λόγια σου
    με αυτά που έκανες, με πότισες φαρμάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.