πόνεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η πόνεση
      γενική της πόνεσης
    αιτιατική την πόνεση
     κλητική πόνεση
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόνεση < (πονάω) πονε- + -ση[1]

Ουσιαστικό

πόνεση θηλυκό

Συνώνυμα

  • πονεσιά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.