απονιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απονιά οι απονιές
      γενική της απονιάς των απονιών
    αιτιατική την απονιά τις απονιές
     κλητική απονιά απονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απονιά < μεσαιωνική ελληνική απονιά < αρχαία ελληνική ἀπονία < πόνος

Ουσιαστικό

απονιά θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.