απονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απονιά | οι | απονιές |
| γενική | της | απονιάς | των | απονιών |
| αιτιατική | την | απονιά | τις | απονιές |
| κλητική | απονιά | απονιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απονιά < μεσαιωνική ελληνική απονιά < αρχαία ελληνική ἀπονία < πόνος
Συνώνυμα
- αλυπησιά
- αναλγησία
- ασπλαχνία
- σκληρότητα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πόνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.