azar
Κουρδικά
(ku)
Ουσιαστικό
azar
(ku)
ο
πόνος
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
azar
azares
azar
(pt)
αρσενικό
η
ατυχία
, η
γρουσουζιά
Εκφράσεις
dar azar
-
φέρνω
ατυχία,
γρουσουζιά
que azar!
- τι
ατυχία
!
≠
αντώνυμα
:
que sorte!
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.